- κάλφας
- ο(λ. τουρκ.), βοηθός τεχνίτη: Δεν ήθελε να είναι πάντα κάλφας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κάλφας — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 273 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 53 χλμ. ΝΑ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριταίας. * * * ο (Μ κάλφας) αρχιτεχνίτης, μάστορας νεοελλ.… … Dictionary of Greek
καλφόπουλο — το (υποκορ. τού κάλφας) μικρός κάλφας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλφας + πουλο (< λατ. pullus «πώλος»), πρβλ. αρχοντό πουλο, βασιλό πουλο] … Dictionary of Greek
ИОАНН КАЛФАС — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Κάλφας] († 1575), нмч. (пам. греч. 26 февр.). Род. в к польском предместье Галата. В юности обучился ремеслу краснодеревщика (κάλφας означает «подмастерье»), выполнял работы во дворце султана. И. К. был благочестивым… … Православная энциклопедия
Kalfas — Κάλφας … Deutsch Wikipedia
calfă — CÁLFĂ, calfe, s.f. Lucrător calificat după o perioadă de ucenicie. – Din tc. kalfa. Trimis de valeriu, 09.05.2008. Sursa: DEX 98 CÁLFĂ s. (prin Transilv.) şeged, (înv.) subiect, (germanism înv.) sodal. (calfă la un meşter.) Trimis de siveco, 05 … Dicționar Român
May 3 (Eastern Orthodox liturgics) — May 2 Eastern Orthodox Church calendar May 4 All fixed commemorations below celebrated on May 16 by Old Calendarists Contents 1 Saints 1.1 Other commemorations 2 Notes … Wikipedia
Kalfa — Als Kalfa (bulgarisch калфа, griechisch Κάλφας) bezeichnete man im Osmanischen Reich einen Lehrling eines Handwerkers, einen Facharbeiter der noch in der Ausbildung war. Darüber hinaus bezeichnet Kalfa: Kalfas, einen Ort in Griechenland … Deutsch Wikipedia
καλφαλίκι — το 1. η μαθητεία κάποιου ως βοηθού σε τεχνίτη, προϊστάμενος σε αρχιτεχνίτη, μάστορα 2. η αμοιβή τού κάλφα κατά παραγόμενο τεμάχιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλφας + λίκι*] … Dictionary of Greek
λαβορέντης — λαβορέντης, ὁ (Μ) υπάλληλος, εργάτης, κάλφας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lavorante «εργάτης, υπάλληλος»] … Dictionary of Greek
μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… … Dictionary of Greek